Σε σκέφτομαι πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό Ρεβέκκα, νιώθω πως κάτι μέσα σου σε τρώει. Κάθε βράδυ το αφήνεις και σε ρίχνει, σε γεμίζει άσχημες θλιβερές σκέψεις, που δεν σε οδηγούν πουθενά και πιθανότατα κάποιες φορές βάζεις τα δάκρυα. Πιστεύω πως θέλεις χώρο να αναπνεύσεις. Να πάρεις μια τζούρα αγάπης από κάποια αγκαλιά για να συνεχίσεις, αλλά δεν είναι κανείς εκεί. Κάποτε ήταν, τώρα δεν είναι κανείς. Σε κούρασαν, σε πόνεσαν, όμως συνεχίζεις να προσδοκάς. Πως κάτι καλύτερο υπάρχει εκεί έξω για σένα αλλά εφόσον υπάρχουν τόσοι μόνοι, πως γίνετε να είναι όλοι μόνοι;
Φοβούνται μάλλον. Όπως εσύ.
Ρεβέκκα φοβούνται γιατί πληγώθηκαν από κάτι..
Όλοι θέλουν κάτι από κάποιον, αλλά ο τρόπος που προσπαθούν να το πάρουν πονάει πολύ. Πάλι βράδιασε, και πάλι είσαι μόνη σου, κανείς δεν είναι εκεί. Και το χειρότερο;κανείς δεν ξέρει πως νιώθεις όταν με μεγάλες προσπάθειες να θες να μιλήσεις αλλά να μην ακούγεσαι πουθενά. Προσπαθείς να ισορροπήσεις σε ένα σχοινί που έχει τεντώσει από αμίλητα {θέλω} και ανασφάλειες που σου καίνε την ψυχή Ρεβέκκα. Τα κρύβεις καλά.
Κανείς δεν τα βλέπει, βασικά κανείς που δεν ενδιαφέρεται.
Όλοι κοιτάνε αλλά δεν βλέπουν. Την νύχτα όμως μπορείς να κρυφτείς από όλους. Πίσω από μια οθόνη με ένα ψεύτικο χαμόγελο, μόνο σε εμένα δεν μπορείς να κρυφτείς Ρεβέκκα, το μαγικό σου βοτάνι δεν με πιάνει και δεν μπορείς να μου κρυφτείς.
Μόνο στον καθρέφτη σου μπορείς να δεις όσα τους έκρυψες..
Υπομονή, ακόμη αργή να ξημερώσει.