Εκείνη εμφανίστηκε στο τέλος του διαδρόμου στο πολυκατάστημα, ερχόμουν με τον τρόπο που έρχομαι πάντα. Δεν φαινόταν χαμένη, αλλά με κοίταζε υπέροχα. Ήταν τα χείλη της που άναψαν την καύλα μέσα μου. Απλά την χρειαζόμουν. Σίγουρα, θα έπρεπε να υπάρχουν ορατά τα σημάδια της επιθυμίας μου, ίσως ένας ατμός που έτρεχε από εμένα σε κύματα. Έτσι ένιωθα. Έκανα ευθεία προς το μέρος της, σκόπιμα, με επίκεντρο, όλες τις άλλες σκέψεις να θολώνουν μακριά μου. Όταν την έφτασα, αυτή σταμάτησε, κοιτώντας ψηλά σε εμένα. Την πείρα απ τους ώμους, και την έσπρωξα ενάντια στον τοίχο, τα μάτια της ήταν ακόμη κλειδωμένα, τότε έσπρωξα τα χείλη μου επάνω στα δικά της. Απάντησε με την παραίτηση της σε εμένα, δίνοντας την απαλότητα των χειλιών της στις ιδιοτροπίες μου, αναστενάζοντας στο στόμα μου. Το φιλί έσπασε με την καυτή ανάσα μας και ήμασταν πρόσωπο με πρόσωπο, την λαχταρούσα. Χωρίς να κοιτάξω πίσω έφυγα μακριά, αισθάνθηκα ένα γερανό, ένα τράβηγμα, και έπειτα μια απελευθέρωση. Τότε συνειδητοποίησα ότι κρατούσε το πουλόβερ μου όλη την ώρα...
↧